ΠΕΡΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ | |
Κρυφάκουσα ,χωρίς ντροπή, το παραμιλητό μιας ψυχής που αποδέκτη είχε το σώμα της. Με αυτό και μέσα απ’ αυτό, με τις ίδιες κοινές εμπειρίες βίωσαν και αποδέχθηκαν αυτό που λέμε ζωή. Αυτό το παραμιλητό θα ήθελα να σας μεταφέρω.Δεν είχε φιλοσοφικά ερωτήματα, του πώς και πότε συγκατοίκησαν, αλλά μια αγωνία, ίσως από το φόβο του επέκεινα, ίσως από την ύπουλη αργή αλλά εμφανή παραίτηση του σώματος, την έκπτωση των λειτουργιών του, της μνήμης, της όρασης, της μυϊκής αδυναμίας, την επώδυνη λειτουργία των αρθρώσεων, τις αϋπνίες, την κακή διάθεση, την παραίτηση από σχεδιασμούς για το αύριο και τόσων άλλων… Μια αγωνία που ολοένα μεγαλώνει και καμιά φορά παίρνει διαστάσεις πανικού, μήπως εγκλωβιστεί σ’ ένα ανήμπορο σώμα, σ’ ένα σώμα χτυπημένο από κάποια ανίατη ασθένεια και έτσι καθηλωμένο να εξαρτάται πλέον από άλλους ανθρώπους, είτε οικείους είτε νοσηλευτικό προσωπικό, από μηχανήματα που η λειτουργία τους θα εξασφαλίζει την αναπνοή, σωληνάκια τη σίτιση και ορούς τα υγρά. Σκέφτεται μήπως μείνει φυλακισμένη στον αμοραλισμό της θυσίας, στην επίμονη αδιαλλαξία κάποιων που επαίρονται ότι γνωρίζουν τις επιθυμίες του Kυρίου και πως πρέπει να υποφέρει ένα χωρίς όρια και τέλος πόνο που της επιβάλλουν χωρίς καμία ελπίδα γιατρειάς. Φοβάται μήπως μια καταιγίδα εξαθλίωσης σβήσει ό,τι όμορφο έζησε, δημιούργησε αλλά και θα ήθελε να θυμάται από τη ζωή τις τελευταίες μέρες ή στιγμές της. Δεν θέλει να ζήσει το βουβό κλάμα των συγγενών που εύχονται να ξεκουραστεί (ο/η ασθενής) και νιώθουν ένοχα γι’ αυτό. Η λέξη ή το συναίσθημα που θα τυλίξει την ψυχή στο φευγιό της θα είναι ουρλιαχτό; Ή νοσταλγία; Πριν από χρόνια, ασκώντας την ειδικότητα του παθολόγου, με κάλεσαν στο Κερατσίνι να βοηθήσω έναν κάτισχνο, νέο άνθρωπο, καθηλωμένο στο κρεβάτι από την επάρατο, γεμάτο μεταστάσεις με ανείπωτους πόνους. Με κοίταξε με το μισοσβησμένο βλέμμα του και μου είπε παρακλητικά: «Γιατρέ αν ήλθες να παρατείνεις αυτό που ζω, έστω και ένα λεπτό, σε παρακαλώ φύγε. Θέλω να μετακινήσω λίγο το χέρι μου ή να πάρω μια βαθιά αναπνοή κι είναι αβάσταχτος πόνος. Tο στόμα μου πληγιασμένο, διψώ και μετανιώνω που πίνω μια γουλιά νερό…». Ύστερα από χρόνια, σκέφτομαι άραγε πόσο ακόμη τυραννίστηκε. Eίχε σημασία αν έφυγε Δευτέρα ή Πέμπτη Ιούνιο ή Αύγουστο. Πιστεύουμε ότι η αγάπη είναι απελευθερωτική και όχι δεσμευτική. Γιατί επιτρέπουμε να τυραννιώνται άνθρωποι που φτάνουν σε τέτοια δοκιμασία; Υπάρχουν φιλοσοφικές, Θρησκευτικές ή πολιτικές σκοπιμότητες; Είναι πράγματι ελάχιστες περιπτώσεις. Όμως μήπως από αυτές κρίνεται η ευαισθησία, η ανθρωπιά, η αγάπη, ο πολιτισμός που χαρακτηρίζει μια χώρα; Το πώς και πότε μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα ευθανασίας, διασφαλίζοντας κατ’ αρχήν την επιθυμία του πάσχοντος, χωρίς να αφήνουν χώρο για την παραμικρή αμφιβολία κατάχρησης ή καταστρατήγησης, πρέπει να εγγυηθεί η πολιτεία και να διαφυλάξει με αυστηρότητα και εισαγγελική εποπτεία μαζί με άλλους λειτουργούς του κράτους. Αναγκαία προϋπόθεση, να έχει ζητηθεί σε ανύποπτο χρόνο από τον ίδιο με έγγραφο του, που ενεργοποιείται εφόσον και μόνο το θελήσει ο ίδιος. Κάτι ανάλογο υπάρχει και εφαρμόζεται στη Γαλλία και την Ολλανδία. Το θέμα είναι να αρχίσει ένας κύκλος συζητήσεων με ευρύτητα πνεύματος χωρίς αφορισμούς ή προκαταλήψεις.
Με εκτίμηση Χρίστος Χατζηγιαννάκης Ιατρός παθολόγος
|